εξολοκλήρου

εξολοκλήρου
και εξ ολοκλήρου (Μ ἐξ ὁλοκλήρου και ἐξολοκλήρου)
(ως επίρρ.) πλήρως, τελείως, χωρίς διαίρεση ή χωρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθετο εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ολοκλήρου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… …   Dictionary of Greek

  • απορροφώ — ( έω κ. άω) (Α ἀπορροφῶ, έω) ρουφώ κάτι, προσλαμβάνω κάτι με απορρόφηση νεοελλ. 1. απασχολώ εξολοκλήρου τη σκέψη κάποιου 2. μέσ. αφοσιώνομαι εξολοκλήρου σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • άρδην — Μηνιαία κοινωνιολογική εφημερίδα με εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη (Αύγουστος 1885 – Ιούλιος 1887). Η εφημερίδα υποστήριξε απόψεις που συμπίπτουν με τις αρχές του νεότερου αναθεωρητικού σοσιαλισμού. * * * (AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. [αείρω] εκ… …   Dictionary of Greek

  • αξεπούλητος — η, ο (για εμπόρευμα) αυτός που δεν πουλήθηκε εξολοκλήρου …   Dictionary of Greek

  • απαντάπασι — ἀπαντάπασι επίρρ. (Α) εξολοκλήρου, τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο (άπας + άπας)] …   Dictionary of Greek

  • απαξαπλώς — ἁπαξαπλῶς επίρρ. (Α) γενικά, εξολοκλήρου …   Dictionary of Greek

  • αυτόχρημα — (AM αὐτόχρημα) επίρρ. πραγματικά αρχ. μσν. 1. εξολοκλήρου, απολύτως 2. αμέσως 3. ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)] …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • εξάπαντος — (Μ ἐξάπαντος) επίρρ. οπωσδήποτε, ασφαλώς, ανυπερθέτως, χωρίς άλλο, το δίχως άλλο («θά ρθω εξάπαντος») μσν. εξολοκλήρου («ἐκράτησεν ἐξάπαντος τοὺς δρόμους τοῡ πελάγου τοῡ νὰ μὴ φέρουσιν ποσῶς σωτάρχισιν στὴν Πόλιν», Χρον. Μορέως) …   Dictionary of Greek

  • εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”